- επιχρώζω
- ἐπιχρῴζω (Α)βλ. επιχρώννυμι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρῴζω «αγγίζω την επιφάνεια, χρωματίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιχρώζω — ἐπιχρώννυμι rub pres subj act 1st sg ἐπιχρώννυμι rub pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίχρωμα — ἐπίχρωμα, τὸ (Α) [επιχρῴζω] χρώμα … Dictionary of Greek
επίχρωση — η (AM ἐπίχρωσις) [επιχρῴζω] χρωματισμός μιας επιφάνειας, επιφανειακός μόνο χρωματισμός … Dictionary of Greek